ξεβιδώνω

ξεβιδώνω
ξεβιδώνω, ξεβίδωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεβιδώνω — ξεβίδωσα, ξεβιδώθηκα, ξεβιδωμένος 1. αποσυνδέω βγάζοντας τη βίδα. 2. μτφ., κάνω κάποιον τρελό, κουράζω κάποιον υπερβολικά: Ξεβιδώθηκε με τα παιχνίδια ο μικρός. – Ξεβιδώθηκε από την κούραση. 3. μτχ., ξεβιδωμένος όχι σοβαρός, γελοίος, ξεμωραμένος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεβίδωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα τής βίδας 2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση 3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα …   Dictionary of Greek

  • ξελασκάρω — 1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω 2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω 3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω 4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω 5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”